υλοστατική

υλοστατική
η
ο προσδιορισμός της ωριμότητας του δάσους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υλοστατική — η, Ν παλαιός όρος που δήλωνε τη χρήση τών μαθηματικών στις δασικές επιστήμες προκειμένου να προσδιοριστεί η ωριμότητα ενός δάσους και να ερευνηθούν οι απαιτούμενοι για τη δασοπονία οικονομικοί πόροι καθώς και οι αποδόσεις τους, αλλ. δασοστατική.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”